Στη μεταπολεμική περίοδο του Β’ Παγκοσμίου, η ιστορία μας ακολουθεί την Κάρολ, μια ώριμη μητέρα που ενώ είναι σε διάσταση με τον σύζυγό της βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο της Τερέζ, μιας νεαρής υπαλλήλου σε εμπορικό κέντρο , όπου και έρχονται σε επαφή οι δυο γυναίκες, με την μεταξύ τους έλξη να εμφανίζεται αστραπιαία.

carol thecinema.gr

 

Ο έρωτας μεταξύ των δυο ηρωίδων ανθίζει σιγά σιγά καθώς ξεδιπλώνεται η ιστορία, και το συναίσθημα είναι ιδωμένο κυρίως από την πλευρά της Τερέζ. Δεν φανερώνεται με κοινότοπα λόγια ή με υπερβολικές εκδηλώσεις αγάπης και θαυμασμού. Αντιθέτως, το εισπράττουμε μέσα από σιωπές, διακριτικές χειρονομίες και πράγματα που υπονοούνται. Οι δύο γυναίκες βιώνουν την εμπειρία αυτή με πάθος αδιαφορώντας για τα σχόλια του κοινωνικού περιγύρου, για τους ανθρώπους που προσπαθούν να μπουν τροχοπέδη στην μεταξύ τους σχέση. Προσπαθούν να μείνουν μαζί παρ’ όλο που γνωρίζουν ότι η σχέση τους αντίκειται στα χρηστά ήθη της εποχής, εφόσον βρισκόμαστε στην δεκαετία του 1950, παρ’ όλο που υφίσταται ένα, όχι αμελητέο, ηλικιακό και ταξικό κενό ανάμεσά τους.  Ο έρωτάς τους στέκεται αφορμή για να περάσουν αμφότερες από το κατώφλι της ενηλικίωσης και να έρθουν αντιμέτωπες με καταστάσεις δύσκολες. 

 

Η Ρούνει Μάρα στον ρόλο της Τερέζ εμφανίζεται μαγεμένη από την αύρα της Κάρολ, λόγω βέβαια και του νεαρού της ηλικίας της που δεν της επιτρέπει να συμπεριφέρεται με την άνεση που προσδίδει η εμπειρία. Η Μάρα κέρδισε επάξια το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, το οποίο μοιράστηκε με την γαλλίδα Εμμανουέλ Μπερκό, πρωταγωνίστρια της ταινίας «Monroi». Βέβαια η επιλογή της κριτικής επιτροπής να απονείμει το βραβείο σε δύο ηθοποιούς που έπαιζαν σε διαφορετικά φιλμ , και όχι στο πραγματικό ταίρι της Μάρα, δηλαδή στην υπέροχη Κέιτ Μπλάνσετ , κρίθηκε άστοχη, εφόσον η ερμηνεία της Μάρα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην αλληλεπίδρασή της με την συμπρωταγωνίστριά της. Και ειδικά αφ’ής στιγμής η Μπλάνσετ κλέβει την παράσταση στην ταινία του Χέινς. Η αριστοκρατική φινέτσα και η χάρη της γεμίζουν την οθόνη και υπνωτίζουν τον θεατή, όσο και την Τερέζ στην ταινία, και η ίδια η Μπλάνσετ αποδεικνύει για ακόμη μια φορά γιατί είναι μια από τις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της. Δεν είναι απίθανο να την δούμε να διεκδικεί το χρυσό αγαλματίδιο για δεύτερη φορά στα επερχόμενα Όσκαρ, μετά την βράβευσή της ως «Θλιμμένη Τζάσμιν» .

Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ που εκδόθηκε το 1952 με τίτλο“The price of salt”. Η Χάισμιθ είναι επίσης συγγραφέας του μυθιστορήματος «Ο ταλαντούχος Κύριος Ρίπλει» , του οποίου την κινηματογραφική μεταφορά είχε αναλάβει το 1999 ο Άντονι Μινγκέλα, όπου η Μπλάνσετ και πάλι κρατούσε έναν ρόλο.

Ο Τοντ Χέινς λοιπόν στην δεύτερη, μετά το εντυπωσιακό «I’mnotthere», συνεργασία του με την Κέιτ Μπλάνσετ, καταφέρνει με την ίσως πιο ρομαντική έως τώρα σκηνοθετική του δουλειά, να κινηματογραφήσει μια ελεγειακή ιστορία αγάπης μεταξύ δύο γυναικών, αποδίδοντας πιστά το ρομάντζο και την γέννηση του ερωτικού συναισθήματος, και κρατώντας χαμηλούς τόνους. Με τις γωνίες της κάμερας του Χέινς, ο θεατής έχει μερικές φορές την εντύπωση ότι παρακολουθεί τα τεκταινόμενα μέσα από μια κλειδαρότρυπα. Η πιστή και άψογη αναπαράσταση της εποχής που κρίνεται στις λεπτομέρειες διαμορφώνει την υποβλητική ατμόσφαιρα και η υπέροχη μουσική της εποχής που «ντύνει» την ταινία, κρατά τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο.  

Ολοκληρώνοντας, αξίζει να αναφερθούμε στις διθυραμβικές κριτικές που η ταινία έχει αποσπάσει παγκοσμίως και στην πρόσφατη βράβευσή της ως καλύτερης ταινίας της χρονιάς από την Ένωση Κριτικών της Νέας Υόρκης. Όπως φαίνεται, έπεται συνέχεια.  

 

Φωτεινή Στεργίου  

 

Σχετικά άρθρα

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.