Valkoinen peura (1952)
Πριν ξεκινήσω να παρακολουθώ τη συγκεκριμένη ταινία, επηρεάστηκα πολύ από τις διάφορες κριτικές και περιγραφές που διάβασα σε ξένες ιστοσελίδες, μιας και στη χώρα μας η ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ και επομένως θεωρείται άγνωστη. Πίστεψα πως θα ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία για μένα, αλλά πολύ γρήγορα έβαλα φρένο στον ενθουσιασμό μου. Παρόλα αυτά όμως εντυπωσιάστηκα, όχι τόσο με την πλοκή της ιστορίας, αλλά με τις υπέροχες ασπρόμαυρες εικόνες της παγωμένης Λαπωνίας, με την ερμηνεία της πρωταγωνίστριας, αλλά και με τη μορφή που παρουσιάζονται τα γεγονότα.
Η ταινία είναι ένας συνδυασμός από αισθηματικό δράμα, περιπέτεια εποχής, θρίλερ και φαντασία, ενώ παράλληλα συμπλέκει τον μύθο με τη μυθοπλασία. Πράγματι, τα χιονισμένα τοπία της Λαπωνίας που προβάλλονται στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, σε βάζουν να νιώσεις για τα καλά όλον τον ψυχρό σκανδιναβικό αέρα κι αρχίζεις να πιστεύεις πως η ιστορία έχει να κάνει για έναν ξεχασμένο τοπικό μύθο της Φινλανδίας. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν πρόκειται για τοπικό μύθο ή όχι, απλώς αυτή την εντύπωση μου έδωσε.
Το αστείο της υπόθεσης είναι πως όταν κυκλοφόρησε η ταινία στους κινηματογράφους, την διαφήμισαν ως «ταινία τρόμου». Τρομακτική όμως δεν τη λες με τίποτα! Ο λυρισμός της, η ποιότητά της και η φυσικότητά της υπερκαλύπτουν την οποιαδήποτε ατμόσφαιρα τρόμου ή φαντασίας. Απεναντίας, η διαφορετική ατμόσφαιρα που πετυχαίνεται έχει μια άλλου είδους γοητεία, η οποία παρασέρνει το θεατή σε ένα ταξίδι ονειρικό. Άλλωστε στη σημερινή εποχή, προκαλεί εντύπωση το πως ένα «θρίλερ» γυρίστηκε με μια τόσο ποιητική ματιά, χωρίς να στερείται ούτε σε δράση, ούτε αγωνία.
Οι ελάχιστοι διάλογοι που ακούγονται δίνουν τη δυνατότητα στη μουσική υπόκρουση να έχει τον πρώτο λόγο. Καλύτερα που οι διάλογοι είναι περιορισμένοι, γιατί αλλιώς όλη αυτή η μαγεία θα χάνονταν μέσα στη βαβούρα των λέξεων και όλο αυτό το συναίσθημα θα καταπνίγονταν. Σε αυτή την παγίδα πέφτουν οι περισσότερες φλύαρες αμερικανικές παραγωγές και για το λόγο αυτό το αποτέλεσμά τους είναι χλιαρό. Καθίστε λοιπόν να το απολαύσετε.
Το μόνο αρνητικό σημείο της ταινίας είναι τα φτωχά της εφέ, τα οποία προσπαθούν να τα μπαλώσουν με το μοντάζ. Για παράδειγμα, οι σκηνές όπου η πρωταγωνίστρια μεταμορφώνεται σε λευκό τάρανδο είναι από άθλιες έως αστείες. Βλέπουμε συγκεκριμένα σε ένα πλάνο την πρωταγωνίστρια να παίρνει ύφος σοβαρό και πιστεύουμε πως κάτι πρόκειται να της συμβεί. Τότε το πλάνο αλλάζει και μας δείχνει τον άντρα να κοιτάζει τρομαγμένος τη γυναίκα που μεταμορφώνεται και τέλος το πλάνο γυρίζει ξανά στο σημείο που βρισκόταν η γυναίκα, μόνο που στη θέση της γυναίκας βλέπουμε να στέκεται ένας τάρανδος καμαρωτός-καμαρωτός. Δεν πρόκειται για ερασιτεχνισμός, απλώς εκείνη την εποχή τα οπτικά εφέ δεν ήταν τόσο εξελιγμένα, ούτε υπήρχαν τα τεχνικά μέσα που υπάρχουν σήμερα. Επομένως, κάποιος σύγχρονος θεατής που είναι μυημένος σε αμερικανικές ταινίες φαντασίας, θα ξεκαρδιστεί στα γέλια. Όπως και να ‘χει όμως, στην εποχή της εντυπωσίασε, αφού τότε οι ταινίες με βαμπίρ δεν ήταν τόσο διαδεδομένες. Ο μόνος κυρίαρχος αντιήρωας σε αυτού του είδος ταινιών ήταν μέχρι τώρα ο Κόμης Δράκουλας.
Ας πούμε τώρα και δυο λόγια για την πρωταγωνίστρια: Μιας και η ταινία είναι φινλανδική, μην περιμένετε να δείτε καμία ξανθιά δίμετρη καλλονή με ριχτά μαλλιά και φακίδες στη μύτη, αντί για αυτό θα δείτε μια μελαχρινή γυναίκα μέτριας ομορφιάς, που με το εκφραστικό και διαπεραστικό της βλέμμα μπορεί να σου μεταφέρει όλη την ένταση του χαρακτήρα, τον οποίο υποδύεται. Με λίγα λόγια, έχουμε μια δυναμική ερμηνεία, που αδυνατώ να φανταστώ αν κάποια άλλη όμορφη ηθοποιός θα απέδιδε καλύτερα. Συνήθως, οι άσχημοι ηθοποιοί είναι αυτοί που τραβούν την προσοχή και νομίζω ότι εδώ έγινε μια πιο σοφή επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Όπως είπαμε και πιο πάνω είναι μια ιδιαίτερη και σπάνια ταινία, που όμως στη χώρα της σήμερα όχι μόνο θεωρείται κλασική, αλλά έχει τιμητική θέση στον σκανδιναβικό κινηματογράφο. Εγώ προσωπικά, αισθάνομαι τυχερός που την ανακάλυψα και μου δόθηκε η ευκαιρία να την παρακολουθήσω. Είναι μοναδική στο είδος της!
Βαθμολογία: 4/5
Χρήστος Καλκάνης