Ύστερα από την βροχή των βαμπιρικών φιλμ για τον απαγορευμένο έρωτα μεταξύ βαμπίρ και θνητών, ο Τζιμ Τζάρμους παραμένοντας σε αυτήν την θεματολογία, φέρνει τον μύθο των βαμπίρ στα μέτρα του. Το στυλ του εναλλακτικού και περιθωριακού σκηνοθέτη διακρίνει την ταινία αυτή από τα γνωστά και υπερεπιτυχημένα μπλοκμπάστερ των τελευταίων ετών. Και πλάθει την υπόθεση έξυπνα. Άλλωστε ποιά ιστορία θα μπορούσε να είναι πιο ρομαντική από αυτήν ενός έρωτα μεταξύ δύο βρυκολάκων, που επιβιώνει και διατηρείται αλώβητος στην αιωνιότητα.

Οι βρυκόλακες στο σινεματικό σύμπαν του Τζάρμους αντιμετωπίζουν το αίμα όχι μόνο ως αναγκαία βιοτική τους ανάγκη, αλλά και ως ναρκωτικό που τους προσφέρει μια μικρή, πρόσκαιρη ιδέα ηδονής. Απολαμβάνοντας την αργή εξέλιξη και το νωχελικό ξεδίπλωμα της ιστορίας, ο θεατής δεν βαριέται στιγμή αφού απορροφάται πλήρως από την μεθυστική ατμόσφαιρα του φιλμ. Άλλωστε η ατμόσφαιρα είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έχοντας απωλέσει αμφότεροι τη θνητότητά τους, οι δύο κεντρικοί ήρωες ζουν αιώνια προσπαθώντας να συμβαδίσουν με τις χρονολογικές εξελίξεις. Παρ’ όλο που μια έντονα μελαγχολική διάθεση διαχέεται στην ταινία, ο Τζάρμους καταφέρνει παράλληλα να μας ευφράνει με πανέξυπνα ειρωνικά ευρήματα σχετικά με τις συνήθειες και τους μύθους για τα βαμπίρ, αποδεικνύοντας ότι είναι ο μοναδικός που μπορεί με απολαυστικά σαρκαστική διάθεση να αποδώσει ένα τόσο τετριμμένο πλέον θέμα στο σινεμά. Αξίζει να σημειωθεί εδώ η σεκάνς με την επανένωση των δύο ερωτευμένων, μια καθαρή σκηνή ανθολογίας.


Στα συν οι ταξιδιάρικες μουσικές του Τζάρμους που μας συντροφεύουν και σε αυτό το πόνημά του, συνθέτοντας ένα εκλεκτό σάουντρακ που ντύνει μοναδικά τις ρομαντικές, αισθαντικές σκηνές. Να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, παρουσία του ίδιου του Τζάρμους, και συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Καννών, ενώ την παραγωγή της ανέλαβε η ελληνική Faliro House, εταιρία παραγωγής του Χρήστου Κωσταντακόπουλου.
Η ταινία δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι τόσο ερωτεύσιμη χωρίς τους πρωταγωνιστές της. Οι δυο τους, με περίσσια κλάση και στυλ, φορώντας τα μαύρα τους γυαλιά στο μισοσκόταδο, αποτελούν την προσωποποίηση του κουλ. Κάνοντας μέσω των κεντρικών ηρώων του αναφορά σε σημαίνουσες και ιστορικές προσωπικότητες της λογοτεχνίας, της μουσικής και των θετικών επιστημών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Τζάρμους κατασκευάζει μια πολύ προσωπική εκδοχή με τα ιδανικά πρότυπά του.


Ο Τομ Χίντλεστον, ως βαθυστόχαστος και ρομαντικός ροκάς, φορά μαύρα ρούχα και ζει στο μυστηριώδες και σκοτεινό Ντητρόιτ. Συνδυάζοντας το μουσικό του χάρισμα με επιστημονικές γνώσεις, αποστρέφεται την φήμη και τη διασημότητα πασχίζοντας να διαφυλάξει την ποιότητα της μουσικής του (κλείσιμο του ματιού στις χιπστερικές συνήθειες σημερινών μουσικών). Βρίσκει το ταίρι του στο πρόσωπο της αιθέριας Τίλντα Σουίντον, ένα κλασάτο λευκοντυμένο βαμπίρ που κατοικεί στην εξωτική Ταγγέρη. Προσαρμοσμένη στις new-age συνήθειες (χρησιμοποιεί iPhone !) και, όντας πιο κυνική από τον εραστή της, αναλαμβάνει να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Οι δυο τους συνθέτουν το ιδανικό ζευγάρι για αυτήν την μοναδική ταινία, την πιο βαθιά ρομαντική βρυκολακοταινία που έχουμε δει ως τώρα στο σελιλόιντ.

 

Φωτεινή Στεργίου

 

 

Σχετικά άρθρα

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.