Σύνοψη

Κατά τη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ, δεκαετία του 1950, ο Έντι Μάνιξ, γενικός καταφερτζής του χώρου, βοηθάει στην παραγωγή μιας ταινίας, το Hail Caesar, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Μπερντ Γουίτλοκ. Αλλά ο ηθοποιός απάγεται από μια ομάδα που αυτοαποκαλείται «Το Μέλλον». Τώρα, ο Μάνιξ είναι αυτός που βρίσκεται στην υπεύθυνη θέση να συλλέξει 100.000 δολάρια ώστε να τον απελευθερώσει.

ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερης Παραγωγής (Jess Gonchor, Nancy Haigh)

Υποψηφιότητα για το βραβείο BAFTA στην κατηγορία Καλύτερης Παραγωγής (Jess Gonchor, Nancy Haigh)

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

 

O Eddie Manix είναι ένας απο τους καλύτερους και πιο φημισμένους «fixer» του Χόλλυγουντ. Αναλαμβάνει να κρύβει τις ατασθαλίες, τα σκάνδαλα και τις πιο ντροπιαστικές στιγμές των μεγάλων σταρ απο τα αδηφάγα βλέμματα της δημοσιότητας, έχωντας παράλληλα ρόλο εκτελεστικού διευθυντή σε ένα απο τα μεγαλύτερα στούντιο της βιομηχανίας. Ο Eddie βρίσκεται σε κρίση όταν εν μέσω μιας μεγάλης παραγωγής ο πρωταγωνιστής-σούπερ σταρ της πιο ακριβής και φιλόδοξης  ταινίας του studio εξαφανίζεται, ενώ έχει να διαχειριστεί ένα μεγάλο επαγγελματικό δίλημμα αλλά και τα καπρίτσια ηθοποιών και σκηνοθετών που δεν φαίνεται να έχουν τέλος.

 

 

Οι αδερφοί Κοέν έχουν χτίσει όλα αυτά τα χρόνια ένα σημαντικό όνομα στην κινηματογραφική βιομηχανία, που τους επιτρέπει να πραγματώνουν project που  με μια πρώτη ματιά φαίνονται περίεργα και ενδεχομένως αντι-εμπορικά. Έχoντας ένα ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο σεναριογραφικό στύλ, πραγματεύονται στις ταινίες τους την ανθρώπινη ματαιοδοξία κaι την αναβλύζουσα και διαχρονική  ηλιθιότητα της  μέσοαστικής Αμερικής,  επενδύοντας  σε ένα κατάμαυρο χιούμορ και σκοτεινές, πολυεπίπεδες ιστορίες διαποτισμένες με μια ψυχαγωγική αλλά και άκρως πετυχημένη ελαφρότητα.

Στο Hail Caesar, που άνοιξε τη φετινή Berlinale, επιστρέφουν σε μια θεματική ελαφρότητα που έλλειπε απο τις προηγούμενες ταινίες τους μετά το «Ενας σοβαρός άνθρωπος», αναβιώνοντας την κινηματογραφική σκηνή του Los Angeles της δεκαετίας του 50′ στη λεγόμενη χρυσή εποχή του Αμερικανικού κινηματογράφου. Το κάνουν με περίσσια αγάπη και τρυφερότητα, παρακινούμενοι απο μια προφανέστατη και αγνή σινε-φιλία, που ποτίζει πολλές σκηνές με μια σχεδον ευφορική διάθεση. Διατρέχουν και ζωντανεύουν με σκηνοθετική σπιρτάδα πολλά κιννηματογραφικά είδη-ορόσημα της δεκαετίας, όπως το γουέστερν, το μιούζικαλ και το δράμα εποχής, με μελετημένη ακρίβεια αλλά και σαρκαστική ενίοτε διάθεση, αποφεύγωντας μια αφελή αγιοποίηση. Στα στούντιο της Capitol, ο Eddie Manix ( ένας πολύ καλός Josh Brolin) καλείται να λύσει τα προβλήματα μιας πλειάδας ανερχόμενων αλλά και καταξιομένων σταρ, σε μια εποχή που οι κινηματογραφικοί αστέρες έπρεπε να φαίνονται τέλειοι στα μάτια ενός αθώου ώς επι το πλείστον ακόμα κοινού, που τους έβλεπε λίγο-πολύ σαν θεούς, απόμακρα αλλά και αψεγάδιαστα είδωλα ενός άλλου κόσμου, αγγελικά -και κινηματογραφικά- πλασμένου.

Οι χαρακτήρες που περιτρυγιρίζουν τον Εddie, είναι εν πολλοίς χαρακτηριστικά δείγματα Κοενικών χαρακτήρων: Παν-ηλίθιοι, εγωκεντρικοί και ματαιόδοξοι. Δυστυχώς, οι περισσότεροι απο αυτούς μένουν απογοητευτικά ανεκμετάλλευτοι και αναπτύσσονται ελάχιστα κατα τη διάρκεια της ταινίας. Ενώ κάποιοι εξ’αυτών δεν φαίνεται να έχουν και ιδιαίτερο ρόλο ύπαρξης, προσφέροντας ελάχιστα στην ήδη ισχνή πλοκή, και σε ένα έτσι και αλλιώς προβληματικό εξ’αρχής σενάριο, που δυσκολεύεται χαρακτηριστικά να επικεντρωθεί σε μια κεντρική ιστορία που θα λειτουργήσει ώς ραχοκοκαλιά ενώ οι υπόλοιπες αναπτύσσονται γύρω της.

Αντίθετα, οι διάφορες υπο-πλοκές αναπτύσονται άναρχα, χωρίς κάποιο κεντρικό σημείο αναφοράς, με κάποιες εξ’αυτών να είναι μάλιστα και αρκετά αδιάφορες. Προκαλεί δέ μεγάλη εντύπωση το γιατί επιλέχθηκαν τόσοι πολλοί γνωστοί ηθοποιοί για να ενσαρκώσουν τόσο μικρούς και τόσο επιφανειακούς ρόλους, χαραμίζοντας ταλέντο όπως αυτό της Scarlett Johansson,  του Jona Hill και του Ralph Fiennes.  

Κάπου Εκεί ωστόσο βρίσκεται και ένα απο τα προτερήματα της ταινίας: Υπάρχουν ρόλοι όπως αυτοί του George Clooney και της εκπληκτικής -φυσικά- Tilda Swinton που λάμπουν μέσα στην υπέροχη και καλογραμμένη υπερβολή τους, διακριτικά παρωδικοί αλλά και απολύτως ταιριαστοί στο σαρκαστικό και ανάλαφρο  πνεύμα  της ταινίας. Αυτό που -δυστυχώς- δεν καταφέρνουν, είναι να γίνουν κατι παραπάνω απο ελάχιστα αστείοι. Και αυτό το στοιχείο διέπει ολόκληρη την ταινία: Παρότι υπάρχουν κάποιες καλές σεναριακές ιδέες, βρίσκονται διασκοπρισμένες ανάμεσα σε σκηνές που θα έπρεπε να είναι αστείες αλλά απλά δεν το καταφέρνουν και  ανάμεσα σε αχρείαστα μακροσκελείς διαλόγους που φλερτάρουν συχνά με την ακατάσχετη φλυαρία.

Η ταινία σπάνια καταφέρνει να γίνει πραγματικά αστεία, παρότι προσπαθεί και μάλιστα πολύ, αποτυγχάνει να εκπέμψει αυτό το φλεγματικό και διακριτικό χιούμορ των δημιουργών του, με την ανάλαφρη και pop διάθεση να καταπλακώνει την σαρδόνια κριτική που ενδεχομένως είχαν στο μυαλό τους οι Κοέν, κάτω απο το βαρύ φορτίο καλοφωτισμένων και καλογυαλισμένων πλάνων του μαέστρου της φωτογραφίας Roger Deakins που κάνει και πάλι θαύματα με τους φωτισμούς.

 

 

Απλωμένο σε 106 λεπτά το Hail Caesar διαρκεί τόσο ώστε να μην γίνεται κουραστικό, αλλά και ούτε πείθει οτι μπορεί να υπηρετήσει την διάρκεια του και το όραμα των δημιουργών του με επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν εν τέλει την ύπαρξη του. Αποτελώντας ένα σινεμά ψυγαγωγικό, που βασίζεται εν πολλοίς στο τρομερό star power του, το Hail Ceasar ζωντανεύει μια περασμένη εποχή αποτελεσματικά, με την εκθαμβωτική χολλυγουντιανή λάψμη του και μερικές υπέροχες σκηνοθετικές στιγμές.  Δυστυχώς δεν είνα τίποτε παραπάνω. Γιατί αυτή τη φορά το χαρακτηριστικό πνεύμα των Κοέν απουσιάζει, η έστω παρουσιάζεται εξαιρετικά ισχνό, όπως και το ίδιο το σενάριο. Η ελαφρότητα μάλλον ακταπλακώνει τη σάτιρα, καθώς αυτό το υπέρ-λαμπρο γραμμα αγάπης στην κινηματογραφική βιομηχανία του 50′ διασκεδάζει μεν τον θεατή αλλά ποτέ δεν απογειώνεται πραγματικά

 

Βαθμολογία: 2.5/5

Καντόγλου Κωνσταντίνος

Φωτογραφίες & Βίντεο

1 βίντεο 1 φωτογραφία

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.