Ο θάνατος του ιερού ελαφιού – The killing of a sacred deer (2017)
Μέσα σε μια δεκαετία, ο Γιώργος Λάνθιμος κατάφερε να δημιουργήσει μια δική του εικόνα στο χώρο της έβδομης τέχνης. Μια εικόνα άλλοτε ενοχλητική, άλλοτε μυστηριώδης, άλλοτε παρεξηγήσιμη και άλλοτε διαστροφικά γοητευτική. Το ιδιαίτερο έργο αυτού του ανθρώπου δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και στο εξωτερικό. Στη χώρα μας μάλιστα, μισήθηκε όσο κανένας. Και μόνο στο άκουσμα της λέξης «Λάνθιμος», πολλοί θεατές αισθάνονται αποστροφή. Ίσως γιατί πολλές φορές έχει προβάλει κάτι το διαφορετικό, που εμάς τους απλούς θεατές μας έχει πιάσει απροετοίμαστους. Η αρχή έγινε το 2009 με τον «Κυνόδοντα» και συνεχίστηκε με τις «Άλπεις» (2011), τον «Αστακό» (2015) και τώρα εμπλουτίζεται με τον «Θάνατο του ιερού ελαφιού».
Σε αυτή την ταινία δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με υπερπροστατευτικούς οικογενειάρχες όπου τα παιδιά ζουν φυλακισμένα σε «γυάλα» (βλέπε «Κυνόδοντας»), ούτε με κάποια μυστηριώδη λέσχη ή ομάδα ανθρώπων που τα μέλη τους έχουν περίεργες συμπεριφορές (βλέπε «Αστακός»). Το μόνο κοινό που έχει αυτή η ταινία σε σχέση με τις προηγούμενες είναι οι αλλόκοτες τραγικές καταστάσεις και η διαστροφή. Αν μέσα σε αυτά προσθέσουμε λίγο και το μεταφυσικό στοιχείο, τότε πλέον μπορούμε να μιλήσουμε για ένα πρωτότυπο δραματικό ψυχολογικό θρίλερ μυστηρίου, που εμβαθύνει περισσότερο στις προσωπικότητες των (αντι)ηρώων.
Και μόνο η εναρκτήρια εικόνα που βλέπουμε με το που ξεκινάει η ταινία, μας βάζει κατευθείαν στα βαθιά νερά, χωρίς όμως να μας προετοιμάζει για το τι θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, μόλις αρχίζει η προβολή της ταινίας, το πρώτο πράγμα που βλέπουμε είναι μια ανθρώπινη καρδιά σε κοντινό πλάνο να πάλλεται και οι χειρουργοί να εργάζονται πυρετωδώς πάνω από το χειρουργικό τραπέζι. Αυτό το σύντομο «μαρτύριο» για τον θεατή, δεν κρατάει παρά μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα. Μετά μπαίνουμε κατευθείαν στο θέμα.
Αν σκαλίξουμε λιγάκι τον τίτλο της ταινίας θα δούμε ότι έχει κάποια σχέση με την αρχαία Ελλάδα, μιας και το ελάφι θεωρούνταν ιερό ζώο, αλλά και η πλοκή βασίζεται ως έναν βαθμό σε αρχαία τραγωδία, αφού ο πρωταγωνιστής καλείται να θυσιάσει ένα μέλος της οικογένειάς του. Αρκετοί είναι οι συμβολισμοί με την αρχαιότητα, αλλά αν δεν απατώμαι, μονάχα μία φορά γίνεται αναφορά σε αυτήν και πιο συγκεκριμένα στην Ιφιγένεια του Ευριπίδη.
Ας φύγουμε τώρα από την αρχαία τραγωδία και ας δώσουμε βάση στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της ταινίας. Ενώ αρχικά παρακολουθούμε μια οικογενειακή ιστορία με μια ποιοτική ματιά, μετά όλο αυτό μετατρέπεται σταδιακά σε ένα εφιαλτικό τοπίο, από το οποίο δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις ποια θα είναι η εξέλιξη. Τολμώ να πω πως κανα-δυο σκηνές τις βρήκα ολίγον τι παρατραβηγμένες, ενώ κάποιες άλλες τις βρήκα τελείως αρρωστημένες. Είναι ένα είδος σινεφιλικού σαδισμού, για να το περιγράψω πιο λιανά! Τι να κάνουμε, ο Λάνθιμος τα συνηθίζει κάτι τέτοια!
Οι δύο πρωταγωνιστές, Colin Farrell και Nicole Kidman φαίνεται να έχουν μεταξύ τους κάποια χημεία, παρά την ψυχρότητα των ρόλων τους. Παρόλα αυτά οι ερμηνείες τους καταφέρνουν να μας πείσουν, ενώ τα τρία παιδιά που συμπληρώνουν το καστ, δίνουν έναν άλλον αέρα στο κλίμα της ταινίας. Οι ερμηνείες των παιδιών, αν και μακάβριες είναι συμπαθητικές. Ακόμα και η ερμηνεία του αγοριού που ευθύνεται για όλη αυτή την κατάσταση, από τη μία σου έρχεται να το σπάσεις στο ξύλο και από την αντίθετη πλευρά αισθάνεσαι κάποιο είδος συμπόνοιας γι’ αυτόν.
Σχεδόν σε όλα τα πλάνα, η κάμερα κάνει αργούς ελιγμούς γύρω από τα πρόσωπα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις πετυχαίνει πανοραμικές λήψεις. Σε μερικά σημεία η επιβλητική μουσική έχει τη δύναμη να «ζωντανεύει» λιγάκι τις σκηνές, πράγμα που το κάνει να ξεφεύγει από τα γνωστά μουντά και άχρωμα πλάνα, που έχουμε συνηθίσει σε παλιότερες δημιουργίες του Λάνθιμου. Όπως και να ‘χει είναι μια ταινία που η παρακολούθησή της δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό, όσοι όμως καταφέρουν να μπουν στο νόημα της ταινίας, θα περάσουν ένα απολαυστικό δίωρο επί της οθόνης.
Βαθμολογία: 4/5
Χρήστος Καλκάνης