Αφιέρωμα – Η ιστορία και η ανακάλυψη του κινηματογράφου – Μέρος Α’
(Σημείωση: Ένα μεγάλο μέρος του άρθρου βασίζεται σε κείμενα του κριτικού κινηματογράφου Αντώνη Μοσχοβάκη, που δημοσιεύτηκαν στην εγκυκλοπαίδεια «Ο σύμβουλος των νέων. Τα κείμενα αυτά εμπλουτίστηκαν με νεότερες πληροφορίες.)
Η ιστορία και η ανακάλυψη του κινηματογράφου
Μέρος Α’
Ο κινηματογράφος αποτελεί την εξέλιξη της φωτογραφίας. Είναι το θέαμα που δημιουργεί την εντύπωση της κίνησης με την προβολή πολλών διαδοχικών φωτογραφιών. Βλέποντας κανείς αυτές τις διαδοχικές φωτογραφίες να εναλλάσσονται, δημιουργείται στα μάτια του η αίσθηση της κίνησης. Οι εικόνες που πρέπει να προβάλλει ο κινηματογράφος για να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της κίνησης, πρέπει να υπερβαίνουν τις 10 ανά δευτερόλεπτο. Στην εποχή του βωβού, οι εικόνες αυτές είχαν καθιερωθεί στις 16. Στον ομιλούντα, για να μπορεί να συνδυάζεται μαζί τους ο ήχος, που η εγγραφή του απαιτούσε μεγαλύτερη έκταση ταινίας, οι εικόνες έγιναν 24.
Διάφορα τεχνάσματα και ευρεσιτεχνίες που αποτέλεσαν τον προπομπό του κινηματογράφου
Ήδη από τον 17ο αιώνα αναπτύχθηκε ο μαγικός φανός, μια συσκευή προβολής, όπου με ένα λυχνάρι ή ένα κερί στο εσωτερικό του, πρόβαλλε μέσα από φακό, εικόνες ζωγραφισμένες σε γυαλάκια. Αργότερα επινοήθηκε ένας μηχανισμός για να εναλλάσσονται σε γρήγορο ρυθμό δύο διαδοχικές εικόνες που συνθέτανε μια υποτυπώδη σπασμωδική κίνηση. Έτσι βλέπουμε π.χ. μια κουκουβάγια να σαλεύει δεξιά κι αριστερά τα μάτια της, έναν άνθρωπο που ξεκολλάει και ξανακολλάει το κεφάλι του, ή έναν πίθηκο που βουτάει μια γάτα σ’ έναν κουβά νερό και άλλα παρόμοια at https://rotabeton.com.tr/kto-takoj-trejder-i-kak-im-stat%d1%8c-kak-on/.
Το 1825 οι Άγγλοι γιατροί Φίττον και Παρί επινόησαν το θαυματρόπιο, ένα χαρτονένιο ή μεταλλικό δίσκο που είχε ζωγραφισμένες δύο σχετικές φιγούρες στις δύο πλευρές του. Γυρίζοντας γρήγορα το δίσκο, οι δύο εικόνες συνδυάζονταν σε μία. Παραδείγματος χάριν, η μία πλευρά του δίσκου είχε ζωγραφισμένο ένα πουλί και η άλλη ένα κλουβί. Γυρίζοντας το δίσκο, έβλεπε κανείς το πουλί να βρίσκεται μέσα στο κλουβί ή σε άλλη περίπτωση έναν καβαλάρη να ανεβαίνει στο άλογό του κλπ.
Το 1832 ο Βέλγος φυσικός Ζοζέφ Πλατό κατασκεύασε το φενακιστοσκόπιο. Ένας δίσκος δηλαδή, ο οποίος είχε στην περιφέρειά του ζωγραφισμένες τις διαδοχικές φιγούρες μιας κίνησης. Κάτω από κάθε φιγούρα υπήρχε μία σχισμή. Ο θεατής έπρεπε να κρατά το δίσκο μπροστά σε καθρέφτη και κλείνοντας το ένα μάτι, να κοιτάζει από το μέρος του μέσα στις σχισμές. Γυρίζοντας το δίσκο γύρω από τον άξονά του, έβλεπε τις φιγούρες να συνθέτονται σε κίνηση. Οι κινήσεις ήταν απλές και επαναλαμβανόμενες π.χ. ένα κορίτσι που πηδούσε σκοινάκι, ένα άλογο που έτρεχε κλπ. Κάτι ανάλογο έφτιαξε και ο Αυστριακός μαθηματικός φον Στάμπφερ, που ονομάστηκε στροβοσκόπιο.
Το 1834 ο Άγγλος μαθηματικός Ουίλιαμ Χόρνερ κατασκεύασε το ζωοτρόπιο. Στο εσωτερικό ενός μεταλλικού τυμπάνου, στο κάτω μέρος, τοποθέτησε μια χάρτινη ταινία με διαδοχικές φιγούρες. Επάνω από την κάθε φιγούρα άνοιξε μια σχισμή. Με την περιστροφή του τυμπάνου, η κάθε σχισμή παρουσίαζε στο μάτι τη φιγούρα που είχε απέναντί της και οι φιγούρες συνδυάζονταν σε μία κίνηση. Κατά το 1850 ο φον Ουχάτιους πρόβαλε τις φιγούρες του στροβοσκοπίου μοντάροντάς τες σ’ έναν ξύλινο δίσκο, που τον γύριζε μπροστά στο φακό ενός μαγικού φανού. Δημιούργησε έτσι το φενακιστισκόπιο προβολής. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1878 ο Εμίλ Ρενό βελτίωσε το ζωοτρόπιο του Χόρνερ. Κατάργησε τις σχισμές και τοποθέτησε στη μέση του τυμπάνου καθρεφτάκια που σχημάτιζαν πολυγωνικό πρίσμα. Ο θεατής έβλεπε τις φιγούρες να εναλλάσσονται στα καθρεφτάκια και να συνθέτουν την κίνηση. Το μηχάνημα αυτό ονομάστηκε πραξινοσκόπιο.
Η παρεμβολή της φωτογραφίας
Για να γίνει η ανάλυση της κίνησης ακόμα πιο πραγματική έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η φωτογραφία αντί για τις ζωγραφισμένες φιγούρες. Όμως εκείνη την εποχή η φωτογραφία βρισκόταν ακόμη σε πρωτόγονο στάδιο. Το 1824 ο εφευρέτης Νικηφόρος Νιέπς χρειάστηκε 12 ολόκληρες ώρες για να για να αποτυπώσει σε πλάκα μια εικόνα της πραγματικότητας. Το 1833 ο Μαντέ Νταγκέρ χρησιμοποίησε πιο ευαίσθητο υλικό και περιόρισε το χρόνο πόζας σε μισή ώρα και το 1840 ο Μορίς Σεβαλιέ, βελτιώνοντας τους φακούς κατέβασε το χρόνο στα 20 λεπτά. Φωτογράφιζαν τότε μνημεία και αγάλματα, που μπορούσαν να στέκονται ακίνητα για τόσο χρονικό διάστημα, ενώ τα πρώτα πορτραίτα που έγιναν είχαν κλειστά τα μάτια, αφού το μοντέλο ήταν υποχρεωμένο να μείνει για 20 ολόκληρα λεπτά κοκαλωμένο μπροστά στο φακό. Αργότερα ο Κλοντέ μεταχειρίστηκε μια νέα σύνθεση και μείωσε το χρόνο στο 1 λεπτό.
Το 1878, ο Άγγλος φωτογράφος Μόιμπριτζ βελτίωσε τόσο την ευαισθησία του γαλακτώματος, ώστε να μπορεί να παίρνει στιγμιότυπα τύπου ενσταναντέ. Αυτό το πέτυχε με τον εξής τρόπο: Σ’ ένα στενόμακρο γήπεδο, απέναντι σε έναν άσπρο τοίχο, έστησε 12 καμπίνες. Στην κάθε καμπίνα βρισκόταν μία φωτογραφική μηχανή κι ένας βοηθός φωτογράφος. Δώδεκα σπάγκοι τεντωμένοι στο πλάτος του γηπέδου συνδέονταν με τις μηχανές, με τρόπο τέτοιο που με το τράβηγμα να ανοιγοκλείνουν τους φακούς τους. Όταν άρχιζε το πείραμα, οι 12 βοηθοί κλείνονταν στις καμπίνες, ετοίμαζαν 12 πλάκες και όπλιζαν τις 12 μηχανές. Τότε οι ιπποκόμοι άφηναν ένα μαύρο άλογο να τρέξει μέσα στο γήπεδο, μπροστά από τις φωτογραφικές μηχανές. Το άλογο, καθώς έτρεχε, τραβούσε διαδοχικά τους σπάγκους και ανοιγόκλεινε έτσι, με τη σειρά, τους φακούς τους. Με αυτό τον τρόπο, το άλογο φωτογραφιζόταν σε μια σειρά από διαδοχικά ενσταναντέ, που ανέλυαν την κίνησή του.
Δείτε στο παρακάτω βίντεο, το αποτέλεσμα αυτού του πειράματος με το άλογο από τον Μόιμπριτζ.
Παρακινημένος από τη φωτογραφία του Μόιμπριτζ, ο Γάλλος φυσιοδίφης Ετιέν Μαρέ κατασκευάζει το 1882 το φωτογραφικό τουφέκι. Ήταν πραγματικά ένα τουφέκι, που όμως στην κάνη του είχε έναν φακό. Αντί για μύλο, είχε μία κυκλική φωτογραφική πλάκα, η οποία γύριζε με έναν ελατηριακό μηχανισμό και σταματούσε σε κανονικά χρονικά διαστήματα για να φωτογραφίζει. Με τον τρόπο αυτό, ο Μαρέ κατάφερνε να τραβάει 12 φωτογραφίες το δευτερόλεπτο από πουλιά που πετούσαν. Συνεχίζοντας την προσπάθεια ο Μαρέ, επινόησε τον χρονοφωτογράφο. Ξεκίνησε από την ιδέα ότι αν κρατούσε σταθερά ανοιχτό το φακό μιας κινηματογραφικής, ένα μοντέλο που θα περνούσε από μπροστά του, θα αποτυπώνονταν σε όλη τη διαδρομή της κίνησής του. Αλλά για να μην φωτίζεται από την πρώτη στιγμή όλη η πλάκα, τοποθέτησε απέναντι στο φακό ένα μαύρο φόντο και χρησιμοποίησε άσπρα μοντέλα π.χ. έναν άνθρωπο ντυμένο στα άσπρα, ένα άσπρο άλογο, ένα άσπρο περιστέρι για να ξεχωρίζουν. Επίσης τοποθέτησε πίσω από τον φακό έναν μαύρο θυριδωτό δίσκο, ο οποίος περιστρέφονταν κάθε φορά που η θυρίδα ερχόταν στην ίδια γραμμή με αυτόν, τον άνοιγε και το μοντέλο φωτογραφιζόταν αστραπιαία σε μια φάση της κίνησης του. Αυτό ο θυριδωτός δίσκος είναι το λεγόμενο «ορμπυρατέρ» που χρησιμοποιήθηκε αργότερα στις κινηματογραφικές μηχανές εικονοληψίας και προβολής.
Το 1888 κυκλοφόρησαν στο εμπόριο φωτογραφικά φιλμ σε ρολά από διαφανή πλαστική ύλη, γνωστά ως σελλιλόιντ και ο Μαρέ σκέφτηκε να αντικαταστήσει στον χρονοφωτογράφο του τη σταθερή πλάκα με ταινία, ώστε να παίρνει περισσότερες εικόνες. Αλλά δυστυχώς με την κίνηση της ταινίας πίσω από το φακό, το αντικείμενο σέρνονταν. Έτσι έβαλε ένα σιδερένιο γαντζάκι, που κρατούσε κάθε φορά την μπομπίνα της ταινίας και τη σταματούσε τη στιγμή που ο θυριδωτός δίσκος άνοιγε το φακό. Ο συνεργάτης του, Ντεμενί, έκοψε τις διαδοχικές αυτές εικόνες του χρονοφωτογράφου, τις κόλλησε σ’ έναν δίσκο φενακιστισκοπίου και τις πρόβαλε, πραγματοποιώντας έτσι για πρώτη φορά το 1891, τη σύνθεση της κίνησης με προβολή διαδοχικών φωτογραφικών εικόνων. Δυστυχώς όμως η διακοπτόμενη ροή της ταινίας ήταν ατελής. Οι εικόνες δεν είχαν όλες το ίδιο πλάτος και τα περιγράμματα των ειδώλων δεν συνέπιπταν. Όταν τα πρόβαλε, η εικόνα στην οθόνη χοροπηδούσε.
Τη λύση σε αυτό το πρόβλημα έρχεται να δώσει ο γνωστός εφευρέτης Τόμας Έντισον. Ο Έντισον σκέφτηκε πως όπως ο φωνογράφος κατέγραφε τη φωνή με τη βοήθεια μιας βελόνας πάνω σ’ έναν κύλινδρο αλειμμένο με κερί, έτσι κι ένα παρόμοιο μηχάνημα μπορούσε να καταγράφει την εικόνα με τη βοήθεια ενός φακού πάνω σ’ έναν κύλινδρο αλειμμένο με φωτογραφικό γαλάκτωμα. Έτσι το 1888 κατασκεύασε τον οπτικό φωνογράφο. Το αποτέλεσμα όμως ήταν απογοητευτικό, γιατί οι εικόνες σέρνονταν από την αρχή ως το τέλος. Αυτό αργότερα το διόρθωσε και μπόρεσε να αποτυπώσει σε κύλινδρο απλές κινήσεις, που τις αναπαρήγαγε κοιτάζοντας μέσα από τον φακό. Όμως καθώς γινόταν και στο κινηματογραφικό τουφέκι του Μαρέ, ο αριθμός των εικόνων ήταν περιορισμένος. Ύστερα από μερικούς μήνες κατασκεύασε τον κινητογράφο, που ήταν παρόμοιος με τον χρονοφωτογράφο με ταινία του Μαρέ. Για να είναι πιο κανονική η ροή της ταινίας, επινόησε τις διατρήσεις του φιλμ και εφηύρε έτσι το κινηματογραφικό φιλμ. Όμως δεν κατάφερε να προβάλει τις δοκιμαστικές του ταινίες γιατί δεν σκέφτηκε ότι στην προβολή έπρεπε να μεγαλώνει το άνοιγμα του ομπτιρατέρ, ώστε να φωτίζεται περισσότερο η εικόνα, με αποτέλεσα ο προβολές του να ήταν πολύ θαμπές. Κατασκεύασε τότε ένα μηχάνημα, το κινητοσκόπιο, όπου ο θεατής παρακολουθούσε τις κινούμενες εικόνες βάζοντας τα μάτια του σε φακό και δημιούργησε στούντιο όπου γύριζε ταινίες για κινητοσκόπια.
Αδελφοί Λυμιέρ, οι εφευρέτες του κινηματογράφου
Το δύσκολο αυτό ζήτημα έλυσαν τελικά οι Γάλλοι αδελφοί Λουί και Αύγουστος Λυμιέρ, φωτογράφοι και βιομήχανοι φωτογραφικού φιλμ, που θεωρούνται ουσιαστικά οι εφευρέτες του κινηματογράφου. Τοποθέτησαν στο ομπτιρατέρ δύο κυκλικούς τομείς, ώστε κατά τη διάρκεια της προβολής να μπορούν να μεγαλώνουν το άνοιγμα όσο χρειαζόταν, τελειοποιώντας έτσι την κανονική διακοπτόμενη ροή της ταινίας, τόσο στην εικονοληψία όσο και στην προβολή. Χρησιμοποίησαν το φιλμ του Έντισον και στις διατρήσεις τοποθέτησαν ένα άγκιστρο που έσερνε την ταινία, γυρίζοντάς την σε έναν άξονα. Σε κάθε περιστροφή του άξονα, το άγκιστρο σπρώχνονταν στις τρύπες της ταινίας, την παρέσερνε λίγο την άφηνε ακίνητη για ένα διάστημα κι ύστερα ερχόταν ξανά και έμπαινε στις τρύπες και την προωθούσε.
Η πρώτη δημόσια κινηματογραφική προβολή έγινε στις 28 Δεκεμβρίου 1895 σε μια υπόγεια μπυραρία στο «Γκραν Καφέ», στο βουλεβάρτο των καπουτσίνων στο Παρίσι. Αυτή η ημέρα χρονολογείται ως η γέννηση του κινηματογράφου. Οι αδελφοί Λυμιέρ είχαν τοποθετήσει ένα σεντόνι στον τοίχο της μπυραρίας και απέντι έστησαν την μηχανή προβολής. Η ταινία που πρόβαλλαν ήταν η έξοδος των εργαζομένων από το εργοστάσιό τους. Ο κόσμος δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένος να δει κάτι τέτοιο και μόλις είδε στον τοίχο να προβάλονται ανθρώπινες φιγούρες, τρόμαξαν τόσο πολύ που ξεχύθηκαν φοβισμένοι στους δρόμους τρέχοντας. Πολλοί είπαν πως πρόκειται για φαντάσματα που έβγαιναν από τον τοίχο, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Παρισίων έκανε λόγο για μία «σατανική οπτασία».
Δείτε την πρώτη ταινία που προβλήθηκε ποτέ στο παρακάτω βίντεο:
Οι αδελφοί Λυμιέρ γύρισαν κι άλλες σύντομες ταινίες, κυρίως με καθυμερινά γεγονότα που συνέβαιναν γύρω τους, όπως γα παράδειγμα, την άφιξη ενός τρένου, το γκρέμισμα ενός τοίχου, το τάισμα ενός μωρού κλπ. Δείτε τις στο παρακάτω βίντεο:
https://www.youtube.com/watch?v=4nj0vEO4Q6s
Η εξέλιξη της τεχινικής
Στο ξεκίνημά του ο κινηματογράφος ήταν χωρίς χρώμα και ήχο. Η κινηματογραφική μηχανή στεκόταν ακίνητη απένταντι στα αντικείμενα και φωτογράφιζε ό,τι έβλεπε και ό,τι περνούσε από μπροστά της. Αργότερα σκέφτηκαν να βάλουν στη μηχανή έναν στροφέα, στην κορυφή του τρίποδου, που στηριζόταν η μηχανη. Ο στροφέας αυτός επέτρεπε στη μηχανή να γυρίζει δεξιά κι αριστερά, πάνω και κάτω. Έτσι δημιουργήθηκε το πανοραμίκ.
Πρώτοι οι Ιταλοί στην ταινία «Καμπίρια» (1914), ανέβασαν τη μηχανή πάνω σε ρόδες και της έδωσαν έτσι τη δυνατότητα να μετακινείται την ώρα του γυρίσματος, δίνοντάς έτσι μεγαλύτερη σημασία και ένταση ή να απομακρύνεται από ένα περιορισμένο οπτικό πεδίο αφήνοντας τη δράση να αναπτυχθεί σε μεγαλύτερη έκταση. Πριν από αυτούς, το τράβελλινγκ, που δημιούργησαν έτσι ήταν τυχαίο και γινόταν ο οπερατέρ μαζί με τη μηχανή του, ανέβαινε σε κάποιο μεταφορικό μέσο πχ. αυτοκίνητο, πλοίο κλπ. Πολύ αργότερα, χρησιμοποιήθηκε γερανός, που κρατούσε μετέωρο στον αέρα τον οπερατέρ μαζί με τη μηχανή του, πράγμα που έδωσε πολλή ευλυγισία στις κινήσεις της κινηματογραφικής μηχανής.
Απόσπασμα από την επική ταινία «Καμπίρια» του 1914:
https://www.youtube.com/watch?v=_z6CobkS5wI
Κολλώντας το ένα κομμάτι της ταινίας πίσω από το άλλο – που ήταν μικρά επειδή οι πρώτες μηχανές δεν μπορούσαν να χωρέσουν μεγάλες μπομπίνες φιλμ – οι πρώτοι κινηματογραφιστές πρόσεξαν ότι πολλές φορές η διαδοχή των δύο κομματιών που είχαν πέσει τυχαία το ένα μετά το άλλο, έπαιρνε μια ιδιαίτερα δραματική σημασία. Έτσι πχ. η εικόνα μιας κοπέλας που βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν ακολουθείται από την εικόνα του ανθρώπου που έρχεται να τη σώσει, μεγαλώνει την αγωνία του θεατή. Ή πάλι η εικόνα ενός ανθρώπου κρεμασμένου στο γείσο μιας στέγης, όταν ακολουθείται από την εικόνα του δρόμου, φωτογραφημένη από ψηλά, μεγαλώνει τον τρόμο. Ακόμα σκέφτηκαν ότι ένα αντικείμενο που έχει σημασία για τη δράση π.χ. ένα μαχαίρι στο χέρι του δολοφόνου, μπορούσαν να το δείχνουν μεγαλύτερο από κοντά, διακόπτοντας τη σκηνή και παρεμβάλλοντας ένα κοντινό πλάνο του, ώστε να το προσέχει ο θεατής. Το ίδιο πάλι μπορούσε να γίνει και με την έκφραση του προσώπου ενός ήρωα, από από μακριά ο θεατής δεν θα μπορούσε να την καταλάβει. Εξάλλου δεν άργησαν να κατανοήσουν ότι μπορούσαν να συντομεύσουν τη δράση, καταργώντας τα ασήμαντα μέρη της, πράγμα που την έκανε περισσότερο έντονη. Άρχισε έτσι να δημιουργείται το μοντάζ, πράγμα που τελειοποίησε πολλά τεχνικά χαρακτηριστικά των ταινιών.
ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ
Κάνοντας κλικ εδώ μπορείτε να δείτε το Β’ μέρος του αφιερώματός μας κι εδώ το Γ’ μέρος.
[…] κλικ εδώ μπορείτε να διαβάσετε το Α’ μέρος του αφιερώματός […]
[…] κλικ εδώ μπορείτε να διαβάσετε το Α’ μέρος του αφιερώματός […]